- συνοικοδεσποτία
- συνοικο-δεσποτία, ἡ,A joint predominance, Ptol.Tetr.39, Vett.Val.164.28.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνοικοδεσποτία — ἡ, Α [συνοικοδεσπότης] (αοτρολ.) (για πλανήτη) η μαζί με άλλον πλανήτη κατοχή τού ίδιου οίκου, τής ίδιας θέσης τού ζωδιακού κύκλου … Dictionary of Greek
συνοικοδεσποτίαν — συνοικοδεσποτίᾱν , συνοικοδεσποτία joint predominance fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)